- ῥίσκος
- ῥίσκοςcoffermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρίσκος — ὁ, Α 1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.) 2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.) 3. σαρκοφάγος 4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι εἶδός τι μυιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ.… … Dictionary of Greek
ῥίσκοι — ῥίσκος coffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίσκον — ῥίσκος coffer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίσκους — ῥίσκος coffer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρισκοφύλαξ — ακος, ὁ, Α θησαυροφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίσκος «κιβώτιο» + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… … Dictionary of Greek
u̯er-3: I. u̯r-ei-: δ) u̯reik̂- (*su̯ereik̂ʷh-) — u̯er 3: I. u̯r ei : δ) u̯reik̂ (*su̯ereik̂ʷh ) English meaning: to turn, bind Deutsche Übersetzung: “drehen; umwickeln, binden” Material: Av. urvisyeiti (*vrisyati) “wendet sich, dreht sich”, Kaus. urvaēsayeiti “wendet, dreht”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary